Είναι λογικό να υπάρχουν περιορισμοί στο μέγεθος της ισχύος, με την οποία ο transponder ενός δορυφόρου μπορεί να εκπέμψει ένα σήμα. Τους περισσότερους περιορισμούς τους βάζει η διαθέσιμη ενέργεια που έχει ο κάθε transponder, αλλά και το συνολικό βάρος του δορυφόρου, που δεν μπορεί να ξεπερνάει αυτό που ο πύραυλος εκτόξευσης μπορεί να μεταφέρει.
Πηγή ενέργειας είναι ο ήλιος, η ακτινοβολία του οποίου συλλέγεται από φωτοβολταϊκές κυψέλες και μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια που συσσωρεύεται σε μπαταρίες. Οι κατασκευαστές ενός δορυφόρου έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο λύσεις με βάση τη διαθέσιμη ενέργεια: μικρή ισχύ σε πολλούς transponder ή μεγάλη ισχύ σε λίγους.
Ανάλογα με την ισχύ των transponder τους οι δορυφόροι κατατάσσονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
- Δορυφόροι FSS (Fixed Service Satellites). Μικρή ισχύς ανά transponder (10-20W) αλλά αρκετοί transponder και έτσι πολλά κανάλια. Χρησιμοποιούνται και σε άλλες τηλεπικοινωνιακές εφαρμογές, όπως μετάδοση τηλεφωνικών κλήσεων και πληροφοριών. Δεν είναι κατάλληλοι για λήψη από το σπίτι, αφού η χαμηλή ισχύς τους απαιτεί κεραίες μεγάλου διαμετρήματος.
- Δορυφόροι ΒSS (Broadcast Service Satellites). Μεγάλη ισχύς ανά transponder, αλλά λίγοι σε αριθμό transponder. Αυτό κάνει εύκολη τη λήψη τους και με κάτοπτρο μικρού διαμετρήματος, και έτσι και από τους καταναλωτές στο σπίτι. Υπάρχουν και υποκατηγορίες, όπως DBS (Direct Broadcast Service) και semi DBS, ανάλογα πάντα με την ισχύ που ξεκινάει από τα 100 W/transponder στους DBS και καταλήγει στα 45 W/transponder στους semi DBS.
Τα μικροκύματα έχουν εξαιρετική κατευθυντικότητα, κάτι που επιτρέπει στους οργανισμούς που διαχειρίζονται τους δορυφόρους να κατευθύνουν το σήμα εκπομπής των transponder σε πολύ συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Ανάλογα με την μπάντα εκπομπής, την ισχύ του transponder και το σχήμα της κεραίας εκπομπής του δημιουργείται μια δέσμη σήματος από το δορυφόρο προς τη Γη, που καλύπτει μια συγκεκριμένη γεωγραφικά περιοχή. Η σχηματική απεικόνιση της δέσμης αυτής ονομάζεται δορυφορικό ίχνος (ιχνοδιάγραμμα) ή αποτύπωμα (footprint) και μπορεί να έχει σχήμα κυκλικό ελλειπτικό ή και ακανόνιστο. Με τη βοήθεια των footprints μπορούμε να γνωρίζουμε τη δύναμη του σήματος ενός transponder σε κάθε περιοχή και έτσι να υπολογίσουμε τον εξοπλισμό που χρειάζεται για την λήψη του αν βέβαια είναι αυτή δυνατή.
Στο κέντρο του ίχνους το σήμα είναι ισχυρό, ενώ εξασθενεί όσο απομακρυνόμαστε προς την περιφέρεια δημιουργώντας την ανάγκη χρήσης μεγαλύτερου κατόπτρου. Η δύναμη του σήματος εκπομπής ενός δορυφόρου εκφράζεται σε dΒW. Μια αύξηση της τάξης των 3 dΒW σημαίνει διπλασιασμό της ισχύος, ενώ μια αύξηση 10 dΒW ισοδυναμεί με δεκαπλασιασμό της ισχύος.
Οι περισσότεροι δορυφόροι που εκπέμπουν στην μπάντα C έχουν ισχύ σήματος από 33 μέχρι 38 dΒW, ενώ η ισχύς των σημάτων από δορυφόρους που εκπέμπουν στην μπάντα Κu, είναι της τάξης των 47 με 52 dBW. Επιπλέον η μπάντα Κυ είναι υψηλότερης συχνότητας και μικρότερου μήκους κύματος από την μπάντα C και άρα η λήψη της είναι ευκολότερη. Ενδεικτικά στην μπάντα Ku για την λήψη ενός σήματος με ισχύ 47 dBW χρειάζεται κάτοπτρο 90 cm ενώ για ασθενέστερο σήμα με ισχύ 45 dBW χρειάζεται κάτοπτρο 120 cm. Από την άλλη, το σήμα εκπομπής μικρού μήκους κύματος, της μπάντας Κu, είναι περισσότερο ευάλωτο σε άσχημες καιρικές συνθήκες και κυρίως στη βροχή, που μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα στη λήψη. Γενικά όμως η λήψη στην μπάντα C είναι πιο απαιτητική, αν και τον τελευταίο καιρό έχουν κάνει την εμφάνιση τους και εκπομπές με ισχυρό σήμα σε αυτήν την μπάντα που έχουν βελτιώσει σημαντικά την κατάσταση δίνοντας την δυνατότητα λήψης με μικρότερης διαμέτρου κάτοπτρα.