Για να γίνει εκπομπή των ψηφιακών σημάτων και ταυτόχρονα οικονομία στο εύρος ζώνης, χρησιμοποιούνται τεχνικές ψηφιακής επεξεργασίας σήματος, γνωστές σαν αλγόριθμοι συμπίεσης. Αυτοί έχουν σκοπό να κάνουν εκπομπή όσο το δυνατόν μικρότερου ποσού πληροφοριών και βασίζονται στο γεγονός ότι οι εικόνες και τα διαδεχόμενα καρέ ενός βίντεο, έχουν σημαντικό ποσό από επαναλαμβανόμενες πληροφορίες.
Αν σε μια φωτογραφία π.χ. ενός τοπίου, χωρίσουμε τον ουρανό σε στοιχειώδη σημεία (για παράδειγμα, ενός τετραγωνικού χιλιοστού), θα παρατηρήσουμε ότι ένας σημαντικός αριθμός σημείων στην εικόνα είναι ίδιος, ή αρκετά όμοιος. Κάτι ανάλογο θα βλέπαμε και σε μια εικόνα ενός λιβαδιού ή σε κάποια με άμμο σε μια παραλία. Έτσι λέμε ότι η φωτογραφία του τοπίου έχει μεγάλο πλεονασμό στο χώρο, αφού πολλά σημεία της είναι όμοια μεταξύ τους.
Σε μια ταινία που παρουσιάζονται αυτές οι εικόνες, παράλληλα με τον πλεονασμό στο χώρο που παρουσιάζεται σε κάθε πλαίσιο, παρατηρούμε επίσης ότι τα συνεχόμενα καρέ περιέχουν τις ίδιες ή αρκετά παρόμοιες εικόνες. Για παράδειγμα, σε μια ακολουθία στην οποία σαρώνεται μια παραλία είναι σίγουρο ότι θα βρούμε σημεία σε ένα καρέ που θα είναι ίδια με σημεία άλλου, για μια συγκεκριμένη τουλάχιστον χρονική περίοδο. Αυτό ονομάζεται χρονικός πλεονασμός. Υπάρχει ακόμα ένας τρίτος τύπος επανάληψης που αφορά την εκπομπή ψηφιακών σημάτων τηλεόρασης, που είναι γνωστός σαν στατιστικός πλεονασμός. Κάποιοι κώδικες εμφανίζονται πιο συχνά από άλλους κατά την εκπομπή, αλλά όλοι οι κώδικες αναπαρίστανται από ακολουθίες ίσης διάρκειας και μήκους. Έτσι μπορούμε να αποφύγουμε τον στατιστικό πλεονασμό αν κωδικοποιήσουμε με μικρότερες ακολουθίες αυτούς τους κώδικες που εμφανίζονται πιο συχνά στα δείγματα των bit. Κάτι ανάλογο έχει γίνει για παράδειγμα, στον κώδικα Morse όπου το πιο συχνό γράμμα είναι το Ε και παρίσταται με το πολύ μικρό σύμβολο (.), ενώ τα πιο σπάνια γράμματα αναπαρίστανται με μεγαλύτερες ακολουθίες, όπως το Q (-,-).